Τὸ νοσοκομεῖο τοῦ Θεοῦ

2025-05-12 14:20
Δὲν εἴμαστε μόνοι 
    Δίπλα στὴν προβατικὴ πύλη τοῦ τείχους τῆς Ἱερουσαλὴμ βρισκόταν ἡ Βηθεσδᾶ, ἡ κολυμβήθρα τοῦ ἐλέους. Εἶχε γύρω της πέντε στοὲς πλημμυρισμένες ἀπὸ λογῆς – λογῆς ἀρρώστους, ἕνα νοσοκομεῖο τοῦ Θεοῦ ἦταν. Διότι ὅλοι αὐτοί, τυφλοί, ἀνάπηροι, παράλυτοι, περίμεναν μὲ ἀγωνία κι ἐλπίδα νὰ κατέβει κάθε τόσο ὁ ἄγγελος, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, νὰ ταράξει τὰ νερὰ τῆς δεξαμενῆς. Καὶ τότε! Ω τότε! Ὅποιος προλάβαινε νὰ πέσει μέσα στὰ νερὰ τὴν ὥρα ἐκείνη γινόταν ἀμέσως καλά, ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀρρώστια κι ἂν ἔπασχε. Ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς βασανισμένους ἀρρώστους ὅμως ἕνας ἄνθρωπος ξεχώριζε. Τριανταοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια παράλυτος. Κι ἦταν μόνος, κατάμονος. Δὲν εἶχε κανένα νὰ τὸν βοηθήσει. Μὰ σήμερα κάτι ἄλλαξε στὴ ζωή του. Δὲν εἶναι μόνος. Τὸν πλησίασε ὁ Χριστός, ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸν πληγωμένο ἄνθρωπο. Ὁ Κύριος λοιπὸν μόλις ἀντίκρισε τὸν παράλυτο, τοῦ εἶπε: «Θέλεις νὰ γίνεις καλά»; Κι ἐκεῖνος μὲ πόνο του ἀπάντησε: «Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπο νὰ μὲ βοηθήσει νὰ πέσω πρῶτος μέσα στὰ νερὰ ὅταν τὰ κινήσει ὁ ἄγγελος. Πάντοτε κάποιος ἄλλος προλαβαίνει νὰ πέσει πρῶτος». 
 
    Πόσο δραματικὴ ἦταν ἀλήθεια ἡ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου! Πῶς ζοῦσε τόσα χρόνια; Ποῦ ἔβρισκε φαγητό; Ποιός τὸν διακονοῦσε στὶς καθημερινές του ἀνάγκες; Μποροῦμε νὰ τὸν φαντασθοῦμε στὰ τριανταοκτὼ αὐτὰ χρόνια τῆς δοκιμασίας του; Μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὸ δρᾶμα του ἐκεῖ στὴν κολυμβήθρα; Μόνος, ἔρημος κι ἀβοήθητος ἀνάμεσα σὲ τόσους ἀνθρώπους. Κι ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἀποκρίνεται στὸν Κύριο φαίνεται ὅτι ὁ παράλυτος αὐτὸς ὑποφέρει, μὰ δὲν γογγύζει. Βλέπει τὴν περιφρόνηση καὶ δὲν βλασφημεῖ οὔτε τὸν Θεὸ οὔτε τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε. Δὲν κατηγορεῖ κανένα. Δὲν μιλάει μὲ ὀργή. Ἀντίθετα περιμένει. Περιμένει τὴν κάθοδο τοῦ ἀγγέλου, τὴν ἐπίσκεψη τῆς θείας χάριτος. 
 
    Πόσοι ἄνθρωποι ἀλήθεια καὶ σήμερα, σὲ διαφορετικὲς βέβαια συνθῆκες ὑποφέρουν ὅπως ὁ παράλυτος τοῦ Εὐαγγελίου. Μόνοι κι ἐγκαταλελειμμένοι, σ’ ἕνα ἀπόμακρο χωριό, σ’ ἕνα Γηροκομεῖο ξεχασμένων ψυχῶν, σ’ ἕνα παρατημένο διαμέρισμα, σ’ ἕνα σπίτι χωρὶς ἀγάπη. Ὅλοι αὐτοὶ ἀκούγοντας σήμερα τὸ ἱερὸ αὐτὸ Εὐαγγέλιο, θὰ πρέπει νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ δυὸ μεγάλες ἀλήθειες. Πρῶτον ὅτι μέσα στὴ μοναξιά μας, ἀντὶ νὰ κλαῖμε γιὰ τὴν κατάστασή μας, ἔχουμε χρέος νὰ καλλιεργούμαστε στὴν ἀρετή, νὰ συνειδητοποιοῦμε τὴ μηδαμινότητά μας, νὰ ἐξαγιαζόμαστε. Καὶ δεύτερον νὰ κατανοήσουμε ὅτι δὲν εἴμαστε μόνοι. Δίπλα μας εἶναι ἀοράτως ὁ Χριστός. Μπορεῖ βέβαια νὰ μὴν ἐπεμβαίνει ἀκόμη στὸ δρᾶμα μας. Ἀλλὰ ξέρει τὸν πόνο μας καὶ τὴ μοναξιά μας. Ἂς Τὸν παρακαλοῦμε λοιπὸν νὰ σταθεῖ σύντροφος στὸ πρόβλημά μας καὶ στὴ δυστυχία μας καὶ νὰ μᾶς στείλει ἀνθρώπους του νὰ μᾶς συμπαρασταθοῦν καὶ νὰ γλυκάνουν τὴ μοναξιά μας καὶ τὴ δυστυχία μας. Δὲν εἴμαστε μόνοι. Δίπλα μας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος ἕτοιμος νὰ μᾶς βοηθήσει. 
 
Εὐγνωμοσύνη 
    Ὁ Κύριος ἐκεῖ στὴ δεξαμενή της Βηθεσδᾶ, ἀφοῦ ἄκουσε τὰ πονεμένα λόγια τοῦ παραλύτου, τοῦ εἶπε: «Σήκω ἐπάνω. Πᾶρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα». Πῶς ἔγιναν ὅλα τόσο ξαφνικά! Πῶς αὐτὸς ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ περπατήσει τριανταοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια σηκώθηκε ὑγιέστατος; Πῶς σήκωσε τὸ κρεβάτι του καὶ περπάτησε καὶ διάβαινε ὁλόρθος τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ; 
 
    Κάποιοι ποὺ τὸν εἶδαν, αὐτὸν τὸν πασίγνωστο παράλυτο, νὰ περπατᾶ, ἀντὶ νὰ χαροῦν γιὰ τὸ πρωτοφανὲς θαῦμα ποὺ ἔβλεπαν, παραλογίσθηκαν. Κι ἄρχισαν νὰ τὸν κατηγοροῦν, διότι δὲν ἦταν ἐπιτρεπτὸ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο ἡμέρα Σάββατο νὰ σηκώνει τὸ κρεβάτι του. Αὐτὸς ὅμως μὲ θάρρος τους ἀπαντᾶ: «Ἐκεῖνος ποὺ μὲ θεράπευσε, ἐκεῖνος μοῦ ‘πὲ νὰ σηκώσω καὶ τὸ κρεβάτι μου». «Καὶ ποιός εἶναι αὐτός;», τὸν ρωτοῦν. Ὁ πρώην παράλυτος ὅμως δὲν ἤξερε ποιό ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος μετὰ τὸ θαῦμα εἶχε ἀπομακρυνθεῖ διακριτικά. Κάποια ἡμέρα ὅμως ὁ Κύριος Ἰησοῦς τὸν συναντᾶ στὸ ἱερὸ καὶ τοῦ λέει: «Κοίταξε, ἔγινες καλά. Πρόσεξε ὅμως νὰ μὴν ἁμαρτάνεις στὸ ἑξῆς, γιὰ νὰ μὴν πάθεις χειρότερο κακό». Κι ἐκεῖνος γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη καὶ χαρά, ψάχνει καὶ βρίσκει ξανὰ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ τὸν εἶχαν ρωτήσει, γιὰ νὰ τοὺς ἀποκαλύψει μὲ ἐνθουσιασμὸ τὸν εὐεργέτη του: Ὁ Ἰησοῦς εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ ἔκανε ὑγιῆ, τοὺς εἶπε χαρούμενος. 
 
    Αὐτὴ ἡ πηγαία ὁμολογία τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἐκδήλωνε τὴ βαθιὰ τοῦ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν εὐεργέτη του πρέπει νὰ μᾶς διδάξει πολύ. Διότι κι ἐμεῖς δεχόμαστε καθημερινὰ τὶς μεγάλες καὶ θαυμαστὲς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ποὺ μυστικὰ ἢ φανερὰ ἐνεργεῖ στὴ ζωή μας ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια μέχρι σήμερα. Μπροστὰ στὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες λοιπὸν ποὺ δεχόμαστε τόσα χρόνια, νὰ μάθουμε νὰ λέμε καθημερινὰ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὸ «δόξα σοι ὁ Θεός». Χωρὶς νὰ γκρινιάζουμε γι’ αὐτὰ ποὺ μᾶς λείπουν καὶ χωρὶς νὰ ἑρμηνεύουμε τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς μας ὡς ἀποτέλεσμα συγκυριῶν ἢ ὡς συνέπειες τῶν προσωπικῶν μας προσπαθειῶν. Ἀλλὰ νὰ ἔχουμε μέσα μας κυρίαρχο τὸ αἴσθημα τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Κύριο γιὰ ὅλες τὶς δωρεὲς ποὺ δεχόμαστε. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη γιὰ ὅλα ὅσα γνωρίζουμε καὶ ὅσα δὲν γνωρίζουμε, γιὰ τὶς ἀφανεῖς καὶ φανερὲς εὐεργεσίες ποὺ ἔχει κάνει σὲ μᾶς. Καὶ νὰ ὁμολογοῦμε στοὺς γύρω μας ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι ὁ εὐεργέτης τῆς ζωῆς μας, ὁ «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων» μας, ὁ Πατέρας μας καὶ ὁ κυβερνήτης τῆς ζωῆς μας.
 
Πηγή: xfd.gr