Ἡ ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
2025-09-15 18:51
Ὁ Τίμιος Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τὸ κορυφαῖο σύμβολο θυσίας καὶ ἁγιασμοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστημένου Χριστοῦ, διότι ὁ Σταυρὸς μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση εἶναι οἱ δύο πυλῶνες πάνω στοὺς ὁποίους στηρίζεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν μελῶν της.
Ἡ τιμὴ ποὺ ἀποδίδει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πρὸς τὸν Τίμιο Σταυρό, τῇ 14ῃ Σεπτεμβρίου καὶ ὄχι μόνο [1], ξεκινᾶ στοὺς πρώτους ἀποστολικοὺς χρόνους, διὰ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν ἐπακολουθησάντων ἀποστολικῶν Πατέρων. Ἔτσι μέχρι σήμερα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, διασώζει ἀνόθευτη τὴ βιβλική [2] (Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη) καὶ πατερικὴ διδασκαλία [3] καὶ ἀποδίδει τὴν προσήκουσα τιμὴ στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν ὄργανο καὶ σύμβολο τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Τὸ 326 μετὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἡ μητέρα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου Ἑλένη ἀναχώρησε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου ἄρχισε τὸ κτίσιμο λαμπρῶν ναῶν στὰ μέρη ποὺ κατὰ τὴν παράδοση εἶχαν διαδραματισθεῖ γεγονότα σχετικὰ μὲ τὴ ἐπὶ γῆς παρουσία τοῦ Κυρίου μας καὶ ἄλλα γεγονότα τῆς Βίβλου [4]. Ἐπίκεντρο αὐτῶν ὑπῆρξε ὁ Πανάγιος Τάφος τοῦ Κυρίου. Στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ὁ αὐτοκράτορας Ἀδριανὸς εἶχε κτίσει τὸ 135, κατὰ τὴ δεύτερη καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ, ναὸ τῆς Ἀφροδίτης ἔχοντας ἐπιχωματώσει τὸν τόπο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ τῆς ταφῆς ὥστε νὰ μὴν μποροῦν νὰ προσέρχονται οἱ Χριστιανοὶ στὸν τόπο αὐτό [5]. Ἡ ἁγία Ἑλένη ἐπιδόθηκε σὲ προσπάθειες γιὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ [6]. Ὕστερα ἀπὸ ἐπίπονες ἀνασκαφὲς τελικὰ βρέθηκαν τρεῖς σταυροί, τοῦ Κυρίου καὶ τῶν δύο ληστῶν. Τότε κατὰ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων Μακάριος, ἀφοῦ ἔκανε δέηση, ἄγγιξε τοὺς σταυροὺς στὸ σῶμα μιᾶς νεκρῆς γυναίκας, ὅταν τοποθετήθηκε πάνω της ὁ τρίτος σταυρός, ποὺ ἦταν τοῦ Κυρίου, ἡ γυναῖκα ἀναστήθηκε [7].
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀμέσως μετὰ τὴν εὕρεση του, ἡ ἁγία Ἑλένη τον ἀσπάσθηκε καὶ τὸν παρέδωσε στὸν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων Μακάριο [8]. Ἡ εἴδηση διαδόθηκε σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἱερουσαλήμ. Πλήθη πιστῶν ἄρχισαν νὰ συρρέουν γιὰ νὰ ἀγγίξουν τὸ τίμιο ξύλο, λόγῳ ὅμως τοῦ συνωστισμοῦ, ὁ ἐπίσκοπος ὕψωσε τὸν Τίμιο Σταυρὸ γιὰ νὰ τὸν δοῦν οἱ παρευρισκόμενοι χριστιανοὶ καὶ τοὺς εὐλόγησε. Τὴν ἴδια ἡμέρα ἑορτάζουμε καὶ τὴ δεύτερη ὕψωση, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε λίγα χρόνια μετά, τὸ 335, τὴν ἑπομένη τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως [9].
Τέλος τὴν ἴδια ἡμέρα καταγράφεται στοὺς συναξαριστὲς καὶ μία τρίτη καὶ τελευταία ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τὸ ἔτος 630 [10]. Ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος πολέμησε τὴν περίοδο ἐκείνη τοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι πρὸ 14 ἐτῶν, εἶχαν καταλάβει τὴν Παλαιστίνη καὶ εἶχαν ἁρπάξει τὸν Τίμιο Σταυρό. Ὁ Ἡράκλειος ἀφοῦ νίκησε τοὺς Πέρσες ἐπανέκτησε τὸν Σταυρὸ καὶ ἀποκατέστησε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν πατριάρχη Ζαχαρία, ὁ ὁποῖος ἦταν αἰχμάλωτος τῶν Περσῶν [11]. Στὶς 14 Σεπτεμβρίου ἦρθε στὰ Ἱεροσόλυμα φέροντας στοὺς ὤμους του τὸν Σταυρό. Φθάνοντας στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τὸν παρέδωσε στὸν πατριάρχη Ζαχαρία, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ὕψωσε ὥστε νὰ τὸν δοῦν καὶ νὰ εὐλογηθοῦν τὰ πλήθη, ψάλλοντας γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ἀπολυτίκιο «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν Σου...» [12].
Πηγὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ἀναφέρουν ὅτι ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως εἶχε καθιερωθεῖ ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια, ἴσως μάλιστα νὰ εἶχε καθιερωθεῖ καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, κατὰ προτροπὴ τῆς μητέρας του ἁγίας Ἑλένης, ἀμέσως μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Ξύλου στὰ Ἱεροσόλυμα, γύρω στὸ 330 μ.Χ. σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἑορτὴ ἀνάμνησης τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως στὶς 13 Μαΐου τὸ ἔτος 335 μ.Χ. [13]
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ μὲ ἰδιαίτερο τρόπο τὴν ἁγία ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μας. Κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία ἀναγιγνώσκεται ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀναφέρεται στὴν σημασία τῆς σταυρικῆς θυσίας καὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου καὶ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα περιγράφει σκηνὲς τῆς σταυρώσεως. Τέλος κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἔχει θεσπισθεῖ αὐστηρὴ νηστεία (ξηροφαγία ἄνευ δηλαδὴ ἐλαίου καὶ οἴνου, ἐκτὸς ἐὰν συμπέσει ἡμέρα Σάββατο ἢ Κυριακὴ) καθ' ὅσον εἶναι ἡμέρα ἀνάμνησης τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, φέρουσα τὰ ἴσα τῆς Μ. Παρασκευῆς [14].
Ἀξίζει σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ ἀναφέρουμε τὴν σύνδεση τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ [15]. Τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως συνέβη 40 ἡμέρες πρὸ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, ὁ ἑορτασμὸς ὅμως ὁρίστηκε νὰ γίνεται στὶς 6 Αὐγούστου καὶ τοῦτο γιατί ἦταν δύσκολος ὁ ἑορτασμὸς μίας δεσποτικῆς ἑορτῆς μέσα στὸ πένθιμο χαρακτῆρα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς [16]. Ἔτσι ἡ καθιέρωση τῆς ἑορτῆς μεταφέρθηκε καὶ ἔγινε σὲ συνάρτηση μὲ τὴν Ὕψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ, σαράντα μέρες πρὸ αὐτῆς, ἀφοῦ ὅπως ἀναφέραμε φέρει τὰ ἴσια τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς [17].
Ἡ Ἐκκλησία μὲ ἀφορμὴ τὴν εὕρεση καὶ τὴ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου προβάλει σὲ ὅλους ἐμᾶς τὸν τρόπο ζωῆς μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ ζήσουμε, ὥστε συσταυρούμενοι μὲ τὸν Κύριο νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ αὐτῆς τῆς Ἀναστάσεως, ἀντλῶντας ἀπὸ αὐτὸν δύναμη καὶ χάρη. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ σύμβολο τῆς ὑπακοῆς, τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς ἀγάπης, εἶναι τὸ τρόπαιο κατὰ τοῦ μίσους, τῆς ἰδιοτέλειας, τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθῶν καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ.
Ἂς ἀγωνιστοῦμε καὶ ἐμεῖς κατὰ τὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ καὶ νὰ τὸν μιμηθοῦμε, ὥστε ἡ ζωή μας νὰ εἶναι Χριστομίμητη καὶ Χριστοϋπάκουη. Νὰ μιμηθοῦμε τὴν ταπείνωσή Του, τὴν ὑπακοή Του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη Τοῦ ἡ ὁποία ἦταν ἴδια γιὰ ὅλους, τόσο γιὰ τοὺς μαθητὲς ὅσο καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτὲς καὶ ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρις Σταυροῦ. Ἂς ζήσουμε λοιπὸν τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μᾶς ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοία.
Πηγή: www.pemptousia.gr